οικιακός

οικιακός
-ή, -ό (Α οἰκιακός, -ή, -όν) [οικία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» — η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι
β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με την οικογένεια, οικείος («οικιακός φίλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικιακά
η καθημερινή απασχόληση για τη λειτουργία, την καθαριότητα και τη συντήρηση τού σπιτιού
2. φρ. α) «οικιακά έξοδα» — τα έξοδα για τη συντήρηση τού σπιτιού
β) «οικιακή βιοτεχνία» — βιοτεχνία οργανωμένη μέσα στο σπίτι τού βιοτέχνη, που διεξάγεται κυρίως από τα μέλη τής οικογένειάς του
γ) «οικιακή εργασία» — η εργασία που παρέχεται στο σπίτι τού εργαζόμενου για λογαριασμό ενός ή περισσότερων επιχειρηματιών
δ) «οικιακή λογιστική» — η συστηματική παρακολούθηση με απλές λογιστικές μεθόδους τών εσόδων και εξόδων τού νοικοκυριού με σκοπό τον έλεγχο τής πορείας τών οικονομικών τής οικογένειας
ε) «οικιακή οικονομία»
i) η οικοκυρική
ii) η εξεύρεση μέσων για την αντιμετώπιση τών οικογενειακών αναγκών
iii) οικιακή παραγωγή
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰκιακός
αυτός που αποτελεί μέλος τής οικογένειας, άνθρωπος τού σπιτιού, συγγενής, οικείος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ οἰκιακοί
όλοι ὅσοι βρίσκονται κάτω από τις διαταγές τού οικοδεσπότη.
επίρρ...
οικιακώς και -ά (Α οἰκιακῶς)
κατά τρόπο σύμφωνο με την οικιακή ζωή, προς τις οικιακές ασχολίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰκιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικιακός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία, ο σπιτίσιος, ο σπιτικός: Ζητείται οικιακή βοηθός, υπηρέτρια. 2. ως ουσ., οικιακά, τα οι δουλειές του σπιτιού: Επάγγελμα οικιακά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκιακῶν — οἰκιακός of fem gen pl οἰκιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιακόν — οἰκιακός of masc acc sg οἰκιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιακοῖς — οἰκιακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιακοί — οἰκιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιακούς — οἰκιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • домашний — др. русск. домачьнии, ст. слав. домаштьнь οἰκιακός, сербохорв. до̀маħӣ, словен. domač, чеш. domaci, кашуб. domȏci, в. луж. domjacy, н. луж. domacny. Производное от слав. doma, русск. дома с праслав. ti̯o (ср. др. инд. amā tyas домочадец,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Rangawis — (Rangabé), 1) Alexandros Risos, namhafter neugriech. Gelehrter, Dichter und Staatsmann, geb. 25. Dez. 1810 in Konstantinopel aus einer Fanariotenfamilie, gest. 29. Jan. 1892 in Athen, siedelte 1818 mit seinem Vater Joannes Risos R., einem hohen… …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”